παρακλαδεύω

παρακλαδεύω
μετ. чересчур подрезать (деревья, кусты)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παρακλαδεύω" в других словарях:

  • παρακλαδεύω — κλαδεύω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει …   Dictionary of Greek

  • παρακλαδεύω — παρακλάδεψα, παρακλαδεύτηκα, παρακλαδεμένος, κλαδεύω δέντρο ή θάμνο περισσότερο απ όσο πρέπει: Παρακλάδεψα τα δέντρα και θα αργήσουν να δώσουν κλαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»